λαοπλάνος

λαοπλάνος
ο демагог

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λαοπλάνος" в других словарях:

  • λαοπλάνος — misleader of the people masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοπλάνος — ο (AM λαοπλάνος) αυτός που παρασύρει και εξαπατά τον λαό με τα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πλάνος (< πλανώ), πρβλ. ερωτο πλάνος, μυθο πλάνος] …   Dictionary of Greek

  • λαοπλάνος — ο αυτός που πλανά το λαό, ο δημαγωγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαοπλάνοι — λαοπλάνος misleader of the people masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοπλάνοις — λαοπλάνος misleader of the people masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοπλάνον — λαοπλάνος misleader of the people masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοπλάνου — λαοπλάνος misleader of the people masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοπλάνους — λαοπλάνος misleader of the people masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοπλάνων — λαοπλάνος misleader of the people masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαοπλάνῳ — λαοπλάνος misleader of the people masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»